δηξιθυμος

δηξιθυμος
    δηξίθυμος
    δηξί-θῡμος
    2
    Aesch. = δακέθυμος См. δακεθυμος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δηξιθυμος" в других словарях:

  • δηξίθυμος — δηξίθυμος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι < (μέλλ.) δήξομαι τού δάκνω* + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα τής αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • δηξίθυμος — δηξίθῡμος , δηξίθυμος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηξίθυμον — δηξίθῡμον , δηξίθυμος masc/fem acc sg δηξίθῡμον , δηξίθυμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»